Αγία Φανερωμένη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάργας και Νικόπολης του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλιππιάδος … Dictionary of Greek
Paliani — (Παλιανή) is a municipality in the Heraklion Prefecture, Crete, Greece. Population 2,404 (2001). The seat of the municipality is in Venerato. Until 2002, the municipality was named Tetrachori .In the dimos local government of Paliani Παλιανή ,… … Wikipedia
Βέροια — Πόλη (42.910 κάτ.) της κεντρικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Ημαθίας από τη σύστασή του (1946) και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη είναι χτισμένη στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου, σε υψόμετρο 130 μ. Χαρακτηριστικά της παλιάς πόλης… … Dictionary of Greek
Εφραίμ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο ιερομάρτυρας. O επίσκοπος Ιεροσολύμων Ερμάς τον έστειλε ως ιεραπόστολο στη Σκυθία, όπου και μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Μαρτίου. 2. Ε ο όσιος. Διετέλεσε πατριάρχης Αντιοχείας. Ο… … Dictionary of Greek
Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… … Dictionary of Greek
Φανέλλης, Κωνσταντίνος — (Σμύρνη 1791 – Αίγιο 1863). Ζωγράφος. Αναφέρεται και ως Χατζηφανέλλης και Χατζηκωνσταντής. Μετά από παραμονή ενός χρόνου στο Άγιο Όρος, πήγε στη Φλωρεντία (1816) και, αργότερα, στη Ρώμη, στη Βενετία και στη Γερμανία. Από το 1821 έως το 1826 έζησε … Dictionary of Greek
φανερώνω — φανέρωσα, φανερώθηκα, φανερωμένος 1. κάνω κάτι φανερό, εμφανίζω, αποκαλύπτω, φέρνω σε φως: Μου φανέρωσε όλη την αλήθεια για την υπόθεση. 2. δηλώνω, σημαίνω, έχω την έννοια: Αυτό φανερώνει επιπολαιότητα. 3. το μέσ., φανερώνομαι παρουσιάζομαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)